μαλλωτά

μαλλωτά
μαλλωτός
fleecy
neut nom/voc/acc pl
μαλλωτά̱ , μαλλωτός
fleecy
fem nom/voc/acc dual
μαλλωτά̱ , μαλλωτός
fleecy
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μαλλωτά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 73 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται Α της Μεγαλόπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγαλόπολης …   Dictionary of Greek

  • μαλλωτάς — μαλλωτά̱ς , μαλλωτός fleecy fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mallota, Greece — Mallota Μαλλωτά Location …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”